Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

70η επέτειος 28ης Οκτωβρίου

Η μάχη της Σούχας

Περπατούσαμε... περπατούσαμε.  Μπροστά  ο  ίλαρχος  αμίλητος   και πίσω ατελείωτη σειρά όλοι μας. Αδικα προσπαθούσαμε να  λιγοστέψουμε το κρύο  και την παγωνιά  με την πορεία. Ενας παγωμένος αέρας σε χτύπαε στην  καρδιά.  Που και που, στην άκρη  του δρόμου, συναντούσαμε  ξαπλωμένους  Ιταλύς νεκρούς. Το πρωί μόλις  το πεχικό μας  με μάχες  είχε  ξεκολλήσει τον εχθρό  απ΄  το πέρασμα τούτο. Και  προχωρούσαμε μέσα   στην νύκτα.  Πίσω μας  και δεξιά ακούγαμε να  γίνεται μάχη.  Κατά τις δέκα  ο ίλαρχος  διέταξε  να σταματήσουμε.
 Πριν κοιμηθούμε, ο ίλαρχος φώναξε  τον ουλαμαγό μας   και τούδωσε  διαταγές.  Θα  ξεκινούσε  πριν  φέξει με τον ουλαμό του "προς  επιθετικήν αναγνώρισιν  της εξόδου της στενωπού". H  ώρα κόντευε πέντε. Ξυπνάμε, ετοιμάζουμε  τ'  αλογα  και σύνταξις. Ακούμε τον ίλαρχο  να λέγει του ουλαμαγού  ότι δεν έχει τίποτε να προσθέσει  στις χθεσινές του εντολές. Τους αποχαιρετήσαμε. Με τα ηνία των αλόγων μας στα χέρια  περπατούσαμε. Εκατόν σχεδόν μέτρα  πιό μπροστά  δύο ανιχνευτές και κοντά τοθς  ο ουλαμαγός. Αριστερά  και κάτω από τον δρόμο  καμμιά δεκαπενταριά μέτρα, το ποτάμι έσερνε ένα μέτρο παγωμένο νερό.  Και  εμεις   στο στενό δρόμο περπατούσαμε  προσεχτικοί, μα χωρίς καμ- μιά ανησυχία.  Τα δύο βουνά  στα  πλευρά της στενωπού  μας  στερούσαν από κάθε ανοιχτό  ορίζοντα, ενώ οι μαίαμδροι  του δρόμου φανέρωναν  μπροστά μας μόνον ένα μικρό κομμάτι  του δρόμου.

 Νομίζαμε ότι η νύχτα  θα συνεχιζόταν  ώρες ολόκληρες. Μα τώρα άρχιζε  να φωτάει. Σε λίγο θα συμπληρώναμε μια ώρα  πορείας. Ο  ουλαμαγός  σε κάθε στροφή μας σταμάταγε και μόνον όταν οι ανιχνευτές έφθαναν  στην επόμενη  μας έκανε  σινιάλο να προχωρήσουμε.  Μα περίεργο! Αντικρύ- ζαμε  κιόλας  τους τελευταίους  λόφους  που έκλειναν κάθετα τον δρόμο. Και Ιταλοί πουθενά. "Λες  να έχουνε φύγει" ρώτησε ένας  ρουμελιώτης  ιππέας τον λοχία. "Ξέρω κι' εγώ" απάντησε  αυτός  "Θα δούμε ". Στην τελευταία στροφή οι ανιχνευταί  γύρισαν πίσω.  Ο ουλαμαγός διέταξε  να πάνε  να καλύ- ψουν  τα άλογα του ουλαμού. Τοποθέτησε το οπλοπολυβόλο  και   έδωσε τη θέση στο άλλο.  Ασφα- λώς  οι Ιταλοί θα  ήσαν μπροστά μας. Και πράγματι. Απέναντι μας, σχεδόν 200 μέτρα, ένας καπνός σηκώθηκε. Μια φωτιά έσβηνε και Ιταλοί  βιαστικοί έτρεχαν στις θέσεις των. Ο Ανθυπίλαρχος μας, πίσω στον στενό δρόμο, έδινε  διαταγές. "Γρήγορα τα άλογα πίσω. Τα οπλοπολυβόλα να δουλέψουν όταν θα  πώ  εγώ. Εσύ, λοχία, ανέβα πιό πάνω  στην πλαγιά και ειδοποίησε μας αν κατέβουν απ΄ το βουνό  τίποτε Ιταλοί που οπισθοχωρούν. Κι εσύ" είπε και αποτάνθηκε σ΄ ένα ιππέα από την Πελοπόν- νησο, "πήγαινε  να ειδοποιήσεις τον ίλαρχο".

Δεν πρόφτασε να τελειώσει. Τρία ιταλικά πολυβόλα  άρχισαν να ρίχνουν συνεχώς. Οπως στεκόταν  πάνω στο δρόμο  ο ουλαμαγός  ξάπλωσε χάμω. Στο χέρι κρατούσε ένα μπαστούνι.
- Σε φάγανε;  φώναξε ο Σακελλάρης ο σκοπευτής του ενός οπλοπολυβόλου.
- Οχι ακόμα, απάντησε αυτός. Παιδιά, συνέχισε, ρίχνετε.

Ο ουλαμαγός μας σέρνεται σιγά πάνω στον δρομάκο, καλύπτεται από ένα τιποτένιο χαμόκλαδο. Αφή-νει  δεξιά του τον δρόμο, γαντζώνεται από ένα άλλο μικρό θάμνο και για μερικά δευτερόλεπτα είναι ένα με το κατακόρυφο σχεδόν έδαφος. Κάτω δεκαπέντε τουλάχιστο μέτρα θορυβεί το ποτάμι.Το νερό του που φτάνει  ένα μποϊ  κτυπάει στο ανώμαλο  και γεμάτο βράχους έδαφος και γίνεται αντίλαλος  γεμάτος μουσική στα αυτόματα που λυσασμένα ρίχνουν. Σε λίγο  ο ανθυπίλαρχος κινείται πίσω μερικά μέτρα, πηδάει  στον δρόμο και καλυμμένος με το μπαστούνι στο χέρι έρχεται κοντά μας.
- Σώθηκες κύριε  Ανθ/ρχε, λέει  ο σκοπευτής.
-  Μπα, είναι πολύ κοντά και δεν μπορούν να σκοπεύουν, απάντησε αυτός.

Υστερα έδωσε στόχους στα πυρά μας, κανόνισε την βολή, τοποθέτησε προωθημένους παρατηρητάς  και η μάχη συνεχιζόταν. Γυρίζω λίγο πλάγια να δω τον δρόμο απ΄ όπου  ήρθαμε. Μέχρι 70 μέτρα προς τα πίσω βάλλεται  ολόκληρος από τα πολυβόλα.

Στο βάθος τέσσερα ως πέντε άλογα που δεν είχαν προφτάσει να πάρουν την στροφή είναι ξαπλωμένα χάμω. Στις έντεκα  τρία αεοπλάνα ιταλικά πέρασαν  χαμηλά από πάνω μας. Δεν μας κάηκε καρφί. Στις κορυφές των δυο βουνών που ήσαν στα πλευρά μας  το τουφεκίδι συνεχιζόταν. Στο αριστερό εκείνο που χαμηλώνοντας έφτανε στο Λιμπόχοβο  πολεμούσαν οι πεζικαραίοι του τάγματος Κρανιά. Δεξιά οι Ιταλοί  οπισθοχωρούσαν συνεχώς. Και μεις κρατούσαμε γερά. Τα πυρομαχικά μας ήταν λίγα. Μα η τύχη μας βοήθησε για να μας φθάσουν. Kατά το  μεσημέρι οι Ιταλοί άρχισαν να ρίχνουν με μικρούς όλμους. Για πρώτη φορά ακούγαμε τον κρότο τους. Mα και πάλιν δεν δεν μπόρεσαν να κάνουν τίπο-τε.  Ατάραχοι όλοι συνεχίζουμε τη δουλειά  μας.

Στις τρεις το απόγευμα ένας λοχίας με ένα τοπογραφικό σχέδιο και μια αναφορά  θα πήγαινε αγγελιο-φόρος  πίσω στον ίλαρχο. Μα πως θα πάει πίσω;  Eδώ είναι το πρόβλημα. Δύο λύσεις υπήρχαν. Η πρώτη, ο δρομάκος απ΄ όπου ήρθαμε. Επρεπε να φτάσει σώος,  με  ένα  άλμα, μέχρι τα πεσμένα άλογα. Απ΄ εκεί ο κίνδυνος  ήταν λιγώτεος. Η δεύτερη σε πάγωνε ολόκληρο. Επρεπε να πηδήσεις μέα στο ποτάμι  και περπατώντας στο νερό να φτάσεις στην ίλη. Και οι δύο δρόμοι ήσαν δύσκολοι και επικίνδυνοι. Ο πρώτος δεν χριάζεται συζήτηση. Οι Ιταλοί θέριζαν με την βολή τους, μα και ο δεύτε-ρος  δεν ήταν καλύτερος.

Δεν ήξερες που θάπεφτες από 15 μέτρα ύψος και πως θα τα κατάφερνες μέσα στο παγωμένο νερό. Ασφαλώς όσο τα πόδια σου θα βρισκοταν στο νερό  δεν είχεσ φόβο απ' τις ιταλιές σφαίρες. Μα τι θα γίνει; Ο ουλαμαγός συμβούλεψε το ποτάμι. Ετσι και έγινε. Με ένα πήδημα  ο λοχίας εξαφανίσθηκε. Ο Θεός να τον φυλάει είπαμε από μέσα μας. Πρέπει να φθάσει στην ίλη  γιατί τα πυρομαχικά μας τελείωναν. Περιμέναμεενισχύσεις. Μα τίποτε.

Μια ώρα πριν νυκτώσει, παρ' όλες  τις οικονομίες, οι ταινίες μόλις γ΄ςμιζαν ένα σακκίδιο. Η αποστο-λή μας  με το πέσιμο της νύχτας θα είχε τελειώσει. Ο ουλαμαγός  κράτησε στο οπλ/λο τον δεκανέα σκοπευτή και ένα λοχία. Τους άλλους τους έστελνε πίσω. Τέσσερι  γεμάτες ταινίες έμεναν.
- Λοχία Λυμπερόπυλε, είπε ο ουλαμαγός, δρόμο. Η σειρά σου.
- Οχι κύριε ανθ/ρχε εσείς;
- Καλά λοιπόν στην τελευταία ταινία θα φύγεις. Πιόν δρόμο  προτιμάς;
- Το ποτάμι,  είπε ο λοχίας.
- Και συ δεκανέα  Πιέρρο; ρώτησε.
- To ποτάμι κι' εγώ , φώναξε ο δεκανέας.
- Πολύ καλά, πρόσθεσε , κι εγώ θα πάρω τον δρόμο. Αν δεν φτάσω, συνέχισε και αποτάθηκε στο λοχία, να συντάξεις τον ουλαμό και να αναφέρεις στον ίλαρχο ότι κανείς δεν βρίσκεται πια μπροστά.

Στην αρχή της τελευταίας ταινίας ο  λοχίας έφυγε.
-  Ρίχνε   Πιέρρο,, οι δθό μας μείναμε, είπεν ο ουλαμαγός. Στην τελευταία σφαίρα  κλείσε το οπλοπο-λυβόλο και δίνε του. Το νου σου όμως στο οπλοπολυβόλο.
Δεν πρόφτασε να τελειώσει και σχεδόν ταυτόχρονα με  την τελευταία σφαίρα, σαν ελατήριο πετάχθη-καν και οι δυό. Ο δεκανέας Πιέρρος έπεσε στο ποτάμι. Ο ουλαμαγός πήρε  τον δρόμο προς τα πίσω.  Οι Ιταλοί του έριχναν. Στην μέση του δρόμου  ο ουλαμαγός  έπεσε χάμω, ακριβώς στην ρίζα του βουνού. Με  ένα άλμα, τρέχοντας σαν δαίμονας, πέρασε τα σκοτωμένα  άλογα και έπιασε την στρφή.  Η αποστολή του ουλαμού  είχε τελειώσει.

Ολοι οι άνδρες γύρισαν πίσω.  Μουσκεμένοι, παφωμένοι, νηστικοί είχαν στο πρόσωπο τους ζωγρα-φισμένη την ικανοποίηση  και την χαρά ότι είχαν επιτελέσει το καθήκον τους. Ο ίλαρχος μας είχε ξεγράψει.  Το ίδιο και οι πεζικαραίοι του Κρανιά που όλη την ημέρα μας έβλεπαν από το βουνό αριστερά. Μα οι καβαλλαραίοι γύρισαν όλοι. Τέσσαρα  μόνον άλογα  ήσαν τα ηρωικά θύματα της ολοήμερης μάχης.

Πάνε σχεδόν οκτώ χρόνια. Ηταν μια μέρα σαν όλες τις μέρες. Κρύο, αέρας σαν κάθε μέρα. Ηταν μια μέρα στην Αλβανία. Κι΄ όμως ήταν μια μέρα ξεχωριστή για τον ουλαμό μας. Ηταν η τρίτη Δεκεμβρίου. Η μέρα της μάχης της Σούχας...

Η  Μάχη της Σούχας(1948) δημοσιευμένο στο περιοδικό "KENTAYΡΟΣ" (Οργανο ηθικής αγωγής  Ιππικού Τεθωρακισμένων).

Οπως  αναφέρει χαρακτηριστικά  ο Αλέξανδρος  Στεφανίδης, πίσω και μέσα στο διήγημα αυτό διακρίνουμε την  στάση του Ουλαμαγού Ανθυπίλαρχου που δεν ήταν άλλος από τον Οδυσσέα Λαμψίδη που όντας στο μέτωπο  επέλεξε νκρατά μια μαγκούρα για την άυνα του  και όχι όπλο, γιατί δεν θα μπορούσετη ζωή του να σκέφτεται πως είχε σκοτώσει άνθρωπο.


Για την προσωπικότητα του Οδυσσέα Λαμψίδη έχει γίνει  σχετικό σχόλιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου